ενδομυϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδομυϊκός < ενδο- + μυϊκός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intramusculaire)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδομυϊκός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενδομυϊκά
- ενδομυϊκώς
- → δείτε τις λέξεις ένδον και μυς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδομυϊκός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)