ενδοουρολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοουρολογία οι ενδοουρολογίες
      γενική της ενδοουρολογίας των ενδοουρολογιών
    αιτιατική την ενδοουρολογία τις ενδοουρολογίες
     κλητική ενδοουρολογία ενδοουρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοουρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endourology < αρχαία ελληνική ἔνδον + οὖρον + λέγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδοουρολογία θηλυκό

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]