ενδορινικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδορινικός η ενδορινική το ενδορινικό
      γενική του ενδορινικού της ενδορινικής του ενδορινικού
    αιτιατική τον ενδορινικό την ενδορινική το ενδορινικό
     κλητική ενδορινικέ ενδορινική ενδορινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδορινικοί οι ενδορινικές τα ενδορινικά
      γενική των ενδορινικών των ενδορινικών των ενδορινικών
    αιτιατική τους ενδορινικούς τις ενδορινικές τα ενδορινικά
     κλητική ενδορινικοί ενδορινικές ενδορινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδορινικός < ενδο- + ρινικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδορινικός, -ή, -ό

  • (ανατομία) που βρίσκεται μέσα στη ρινική κοιλότητα
    Περισσότερο από τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2005, το ζεύγος Μόζερ ανακάλυψε το δεύτερο τμήμα του συστήματος προσανατολισμού: πρόκειται για τα λεγόμενα «κύτταρα πλέγματος» στον ενδορινικό φλοιό του εγκεφάλου, τα οποία ενεργοποιούνται με χαρακτηριστικά μοτίβα όταν κανείς ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]