ενδοτάξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοτάξη < ενδο- + τάξη → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοτάξη θηλυκό
- (ταξινομία) υποδιαίρεση ταξινομικής βαθμίδας, μικρότερη από την υπόταξη και μεγαλύτερη από τη μικρόταξη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τάξη στη Βικιπαίδεια
- βαθμίδες τάξης: → δείτε τις λέξεις μεγάταξη, υπέρταξη, τάξη, υπόταξη, ανθυπόταξη και μικρόταξη