ενδοτράχυνση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοτράχυνση οι ενδοτραχύνσεις
      γενική της ενδοτράχυνσης* των ενδοτραχύνσεων
    αιτιατική την ενδοτράχυνση τις ενδοτραχύνσεις
     κλητική ενδοτράχυνση ενδοτραχύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοτραχύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοτράχυνση < ένδον + τράχυνση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδοτράχυνση θηλυκό ή εργοσκλήρυνση

  • μέθοδος αύξησης της αντοχής και της σκληρότητας ενός μεταλλικού υλικού (μετάλλου ή κράματος) με παραμόρφωση πέρα από το όριο διαρροής.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]