ενδοφλέβια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοφλέβια < ενδοφλέβιος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενδοφλέβια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοφλέβια
|
ενδοφλέβια
|