ενδόθερμη αντίδραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενδόθερμη αντίδραση θηλυκό
- (χημεία) η χημική αντίδραση που για να ξεκινήσει απαιτεί ελεύθερη ενέργεια (θερμότητα) από εξωτερική πηγή.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδόθερμη αντίδραση
|