ενδώτιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδώτιος η ενδώτια το ενδώτιο
      γενική του ενδώτιου της ενδώτιας του ενδώτιου
    αιτιατική τον ενδώτιο την ενδώτια το ενδώτιο
     κλητική ενδώτιε ενδώτια ενδώτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδώτιοι οι ενδώτιες τα ενδώτια
      γενική των ενδώτιων των ενδώτιων των ενδώτιων
    αιτιατική τους ενδώτιους τις ενδώτιες τα ενδώτια
     κλητική ενδώτιοι ενδώτιες ενδώτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδώτιος < ενδ- (< αρχαία ελληνική ἔνδον) + ωτ- (< αρχαία ελληνική ὠτ- < οὖς) + -ιος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) in ear)

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδώτιος, -α, -ο

  • (νεολογισμός) που προσαρμόζεται στο εσωτερικό του αφτιού
    Τα βελτιωμένα αυτά ακουστικά έχουν σχεδιαστεί ειδικά για κολύμβηση, με αυξημένη ανθεκτικότητα στο νερό, χάρη στη δομή τους που αποτρέπει το νερό να εισχωρήσει μέσα τους. Η ασφαλής ενδώτια τοποθέτηση και ο μικρός σχεδιασμός τους χαρίζουν ελευθερία στις κινήσεις σας, χωρίς καλώδια.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]