ενενηντάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενενηντάρης αρσενικό (ενενηντάρα θηλυκό, και ενενηντάρισσα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ενενήντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενενηντάρης
|