ενεργά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ενεργά < ενεργός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενεργά
- με ενεργό τρόπο
- συμμετέχει ενεργά στο οικολογικό κίνημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεργά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενεργά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενεργό