ενεργά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενεργά < ενεργός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενεργά

  1. με ενεργό τρόπο
    συμμετέχει ενεργά στο οικολογικό κίνημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ενεργά