Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενεργητικό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενεργητικό τα ενεργητικά
      γενική του ενεργητικού των ενεργητικών
    αιτιατική το ενεργητικό τα ενεργητικά
     κλητική ενεργητικό ενεργητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενεργητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενεργητικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενεργητικό ουδέτερο

  1. (λογιστική) η συνολική αξία της περιουσίας και των απαιτήσεων μιας επιχείρησης σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της, το παθητικό
      Ενεργητικό = Περιουσιακά στοιχεία + Απαιτήσεις + Χρηματικά Διαθέσιμα [1]
     δείτε τις λέξεις ισολογισμός, κυκλοφορούν ενεργητικό και στοιχείο ενεργητικού
  2. όλες οι αρετές και θετικές ενέργειες κάποιου που του δίνουν αξία στα μάτια των άλλων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ενεργητικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Παπαδέας, Π., 2015. Διοικητική λογιστική, σελ.13. Πρόσβαση 2021-07-31.