ενεχυριάστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενεχυριάστρια < ενεχυριαστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενεχυριάστρια θηλυκό
- θηλυκό του ενεχυριαστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενεχυριάστρια
|
|