ενεχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενεχόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
ενεχόμενος, -η, -ο
- αυτός που είναι αναμεμειγμένος, εμπλεκόμενος σε μια πράξη κολάσιμου ή επιλήψιμου χαρακτήρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεχόμενος
|