ενζυμοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενζυμοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enzymopathy < γερμανική Εnzym < αρχαία ελληνική ἔν + ζύμη + πάσχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενζυμοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) νόσος από την έλλειψη ή την κακή λειτουργία ενός ενζύμου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενζυμοπάθεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)