ενηλικιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενηλικιότητα | οι | ενηλικιότητες |
γενική | της | ενηλικιότητας | των | ενηλικιοτήτων |
αιτιατική | την | ενηλικιότητα | τις | ενηλικιότητες |
κλητική | ενηλικιότητα | ενηλικιότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενηλικιότητα < ενηλικιώνομαι + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενηλικιότητα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ενήλικος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενηλικιότητα
|