ενθουσιαστείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενθουσιαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενθουσιάζομαι
- θα ενθουσιαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενθουσιάζομαι