ενθυλακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /en.θi.laˈko.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐θυ‐λα‐κώ‐νο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ενθυλακώνομαι, π.αόρ.: ενθυλακώθηκα, μτχ.π.π.: ενθυλακωμένος