ενθύμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενθύμηση < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /enˈθi.mi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενθύμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθυμούμαι / θυμάμαι
- ανάμνηση
- (φιλολογία, παλαιογραφία) σημείωση στην ώα ή άλλο σημείο της σελίδας ενός χειρογράφου, προκειμένου να μνημονευτεί κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός
[επεξεργασία]
- ενθυμητικός
- → δείτε τις λέξεις ενθυμούμαι, θυμάμαι και θυμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενθύμηση