ενθύμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνθύμησις, ενθύμημα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθύμηση οι ενθυμήσεις
      γενική της ενθύμησης* των ενθυμήσεων
    αιτιατική την ενθύμηση τις ενθυμήσεις
     κλητική ενθύμηση ενθυμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθυμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενθύμηση < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈθi.mi.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενθύμηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθυμούμαι / θυμάμαι
  2. η ανάμνηση
    ※  Και με τα λόγια τα φλύαρα αυτά, κύλησε έπειτα, στην ενθύμηση τη μακρινή της Ελένης, όταν την είχε γνωρίσει. (Δημοσθένης Βουτυράς, Παπάς ειδωλολάτρης (1920) [διήγημα])
  3. (φιλολογία, παλαιογραφία) η σημείωση στην ώα ή άλλο σημείο της σελίδας ενός χειρογράφου, προκειμένου να μνημονευτεί κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]