ενιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενιαίος < αρχαία ελληνική ἑνιαῖος
Επίθετο[επεξεργασία]
ενιαίος
- ο αδιάσπαστος, ο αδιαίρετος, που απαρτίζει μια ενότητα ή ένα σύνολο