ενιαίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
{δείτε|ἑνιαίως}}
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενιαίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑνιαίως < ἑνιαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε ενιαί(ος) + -ως.
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενιαίως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενιαίως
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ενιαίος (& ενιαίως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)