ενιαυσιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενιαυσιότητα < ενιαύσιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενιαυσιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα κάποιου πράγματος, όταν αυτό συμβαίνει ετησίως, μια φορά τον χρόνο
- Μια αρχή κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού είναι η ενιαυσιότητα.