εννεάμερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εννεάμερα
      γενική των εννεάμερων
    αιτιατική τα εννεάμερα
     κλητική εννεάμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εννεάμερα < → δείτε τη λέξη εννιάμερα με τροπή σε εννεα-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.neˈa.me.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐νε‐ά‐με‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εννεάμερα ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]