εννεαπλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εννεαπλάσιος < εννεα- + -πλάσιος < ἐννεαπλάσιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ɲe.a.plaˈ.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νε‐α‐πλά‐σι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]εννεαπλάσιος, -α, -ο
- (αναλογικό αριθμητικό) που είναι εννέα φορές μεγαλύτερος
- ※ Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ ανακάλυψαν ότι ο κίνδυνος εμφράγματος γίνεται οκταπλάσιος μετά από μια περίοδο έντονου θυμού και εννεαπλάσιος μετά από μια σοβαρή κρίση άγχους (typosthes.gr, 10/03/2015 [1])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εννεαπλάσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εννεα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλάσιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά αναλογικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)