Μετάβαση στο περιεχόμενο

εννιαετής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννιαετής η εννιαετής το εννιαετές
      γενική του εννιαετούς* της εννιαετούς του εννιαετούς
    αιτιατική τον εννιαετή την εννιαετή το εννιαετές
     κλητική εννιαετή(ς) εννιαετής εννιαετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννιαετείς οι εννιαετείς τα εννιαετή
      γενική των εννιαετών των εννιαετών των εννιαετών
    αιτιατική τους εννιαετείς τις εννιαετείς τα εννιαετή
     κλητική εννιαετείς εννιαετείς εννιαετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εννιαετής < ελληνιστική κοινή ἐννεαέτης < εννια- + -ετής

Επίθετο

[επεξεργασία]

εννιαετής, -ής, -ές

  1. που έχει διάρκεια εννέα ετών
    εννιαετές συμβόλαιο
  2. που έχει ηλικία εννέα ετών

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]