εννιασέλιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εννιασέλιδος, -η, -ο
- που έχει εννιά σελίδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εννιασέλιδος
|
εννιασέλιδος, -η, -ο
|