εννοιολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εννοιολόγηση | οι | εννοιολογήσεις |
γενική | της | εννοιολόγησης* | των | εννοιολογήσεων |
αιτιατική | την | εννοιολόγηση | τις | εννοιολογήσεις |
κλητική | εννοιολόγηση | εννοιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εννοιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εννοιολόγηση < έννοι(α) + -ο- + -λόγηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική conceptualization)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εννοιολόγηση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εννοιολόγηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγηση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)