ενοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοποιώ
- θα ενοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενοποίηση