ενοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ενοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενοποιώ