ενορίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενορίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ενορίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενορίτισσα
|
ενορίτισσα θηλυκό
|