ενορίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενορίτισσα οι ενορίτισσες
      γενική της ενορίτισσας των ενοριτισσών
    αιτιατική την ενορίτισσα τις ενορίτισσες
     κλητική ενορίτισσα ενορίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενορίτισσα < ενορίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενορίτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  ενορίτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]