ενορατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενορατικά < ενορατικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.no.ɾa.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐ρα‐τι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενορατικά
- με ενορατικό τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενορατικός
- → δείτε τις λέξεις ενόραση, εν και ορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενορατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενορατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ενορατικό) του ενορατικός