ενορχηστρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενορχηστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενορχηστρώνω
- θα ενορχηστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενορχηστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενορχηστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενορχήστρωση