ενοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενοχή | οι | ενοχές |
γενική | της | ενοχής | των | ενοχών |
αιτιατική | την | ενοχή | τις | ενοχές |
κλητική | ενοχή | ενοχές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενοχή < μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενοχή θηλυκό
- η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη
- ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου
- (και στον πληθυντικό) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του - το συναίσθημα που συνοδεύει αυτήν την κατάσταση
- δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε για να βοηθήσεις
- η σχέση του νομικά υπόχρεου προς έναν δεύτερο, όπου η υποχρέωση μπορεί να λάβει τη μορφή παροχής (αγαθού ή υπηρεσίας) ή αυτής της παράλειψης