ενοχλήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενοχλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοχλώ
- θα ενοχλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοχλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενοχλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενόχληση