ενσίρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενσίρωμα τα ενσιρώματα
      γενική του ενσιρώματος των ενσιρωμάτων
    αιτιατική το ενσίρωμα τα ενσιρώματα
     κλητική ενσίρωμα ενσιρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενσίρωμα < (καθαρεύουσα) ἐνσιρῶ (ενσιρώ)[1] + -μα < εν- + σιρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενσίρωμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «ἐνσιρῶ, -όω» νεώτ[ερο] - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .