ενσίρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενσίρωμα ουδέτερο
- η ζωοτροφή που έχει υποστεί ενσίρωση
- ※ Η διατροφή μηρυκαστικών με ενσίρωμα δίνει καλά αποτελέσματα, ενώ το ενσίρωμα αποτελεί μια χαμηλού κόστους ζωοτροφή. Σήμερα οι περισσότεροι αγελαδοτρόφοι χρησιμοποιούν ενσίρωμα στη διατροφή των ζώων τους αλλά μάλλον πολύ λίγοι προβατοτρόφοι, κυρίως αυτοί που έχουν σταβλισμένα αιγοπρόβατα. (εφημερίδα Ελευθερία, 18/6/2018)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «ἐνσιρῶ, -όω» νεώτ[ερο] - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .