ενσίρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενσίρωμα θηλυκό
- η ζωοτροφή που έχει υποστεί ενσίρωση
- ※ Η διατροφή μηρυκαστικών με ενσίρωμα δίνει καλά αποτελέσματα, ενώ το ενσίρωμα αποτελεί μια χαμηλού κόστους ζωοτροφή. Σήμερα οι περισσότεροι αγελαδοτρόφοι χρησιμοποιούν ενσίρωμα στη διατροφή των ζώων τους αλλά μάλλον πολύ λίγοι προβατοτρόφοι, κυρίως αυτοί που έχουν σταβλισμένα αιγοπρόβατα. (εφ. Ελευθερία, 18/6/2018)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενσίρωμα