ενσαρκώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενσαρκώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ενσαρκώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσαρκώνω
- θα ενσαρκώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσαρκώνω