ενσταλάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενσταλάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενσταλάζω
- (μεταφορικά) βαθμιαία και σιγά - σιγά κάνω να αναπτυχθεί κάποιο συναίσθημα στην ψυχή κάποιου άλλου: "του ενστάλαξε στην ψυχή αγάπη και συμπόνια",εμβάλλω σταδιακά σε κάποιον κάποιο συναίσθημα