ενσφηνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενσφηνώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσφηνοῦμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ενσφηνώνω (παθητική φωνή: ενσφηνώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]