ενσφράγιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενσφράγιστος η ενσφράγιστη το ενσφράγιστο
      γενική του ενσφράγιστου της ενσφράγιστης του ενσφράγιστου
    αιτιατική τον ενσφράγιστο την ενσφράγιστη το ενσφράγιστο
     κλητική ενσφράγιστε ενσφράγιστη ενσφράγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενσφράγιστοι οι ενσφράγιστες τα ενσφράγιστα
      γενική των ενσφράγιστων των ενσφράγιστων των ενσφράγιστων
    αιτιατική τους ενσφράγιστους τις ενσφράγιστες τα ενσφράγιστα
     κλητική ενσφράγιστοι ενσφράγιστες ενσφράγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενσφράγιστος < (ελληνιστική κοινή ἐνσφραγίζω) ἐνσφραγισ- + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cacheté)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈsfɾa.ʝi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐σφρά‐γι‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

ενσφράγιστος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]