ενσωμάτωση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ενσωμάτωση | ενσωματώσεις |
γενική | ενσωμάτωσης & ενσωματώσεως |
ενσωματώσεων |
αιτιατική | ενσωμάτωση | ενσωματώσεις |
κλητική | ενσωμάτωση | ενσωματώσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενσωμάτωση < ελληνιστική κοινή ἐνσωμάτωσις < ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ < αρχαία ελληνική σῶμα (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική incorporation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενσωμάτωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενσωματώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενσωμάτωση