ενσωμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενσωμάτωση | οι | ενσωματώσεις |
γενική | της | ενσωμάτωσης* | των | ενσωματώσεων |
αιτιατική | την | ενσωμάτωση | τις | ενσωματώσεις |
κλητική | ενσωμάτωση | ενσωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενσωμάτωση < ελληνιστική κοινή ἐνσωμάτωσις < ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ < αρχαία ελληνική σῶμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incorporation)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /en.soˈma.to.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενσωμάτωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενσωματώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενσωμάτωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)