εντέλει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντέλει < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἐν τέλει (με δοτική), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική à la fin
Επίρρημα[επεξεργασία]
εντέλει (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντέλει
→ δείτε τη λέξη τελικά |
Κατηγορίες:
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)