εντατικολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντατικολογικός < εντατικολόγος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εντατικολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον εντατικολόγο ή την εντατικολογία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εντατικολόγος, εντατική και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντατικολογικός
|