εντατικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντατικοποιώ < εντατικός + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intensifier)

Ρήμα[επεξεργασία]

εντατικοποιώ (παθητική φωνή: εντατικοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]