ενταύθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνταῦθα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενταύθα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνταῦθα (εδώ, εκεί)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈda.fθa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νταύ‐θα
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐ταύ‐θα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενταύθα (τοπικό επίρρημα)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιειόταν στην καθαρεύουσα κυρίως σε διευθύνσεις για να προσδιορίσει την ίδια πόλη με του αποστολέα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]