εντεροβακτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εντεροβακτήριο | τα | εντεροβακτήρια |
γενική | του | εντεροβακτήριου & εντεροβακτηρίου |
των | εντεροβακτήριων & εντεροβακτηρίων |
αιτιατική | το | εντεροβακτήριο | τα | εντεροβακτήρια |
κλητική | εντεροβακτήριο | εντεροβακτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντεροβακτήριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Enterobacter < αρχαία ελληνική ἔντερον + βακτήριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντεροβακτήριο ουδέτερο
- (ιατρική, βιολογία) βακτήριο που ζει στο έντερο και ανήκει στο γένος Εντεροβακτήριο (Enterobacter)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντεροβακτήριο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)