εντερο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντερο- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον και (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία entero-[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /en.de.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντε‐ρο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]εντερο- ή εντερό- και εντερ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- γαστρεντερο-
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εντερο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)