εντερόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εντερόλιθος | οι | εντερόλιθοι |
γενική | του | εντερόλιθου & εντερολίθου |
των | εντερόλιθων & εντερολίθων |
αιτιατική | τον | εντερόλιθο | τους | εντερόλιθους & εντερολίθους |
κλητική | εντερόλιθε | εντερόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντερόλιθος αρσενικό
- (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
- (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντερόλιθος
|