εντεψίζης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εντεψίζης οι εντεψίζηδες
      γενική του εντεψίζη των εντεψίζηδων
    αιτιατική τον εντεψίζη τους εντεψίζηδες
     κλητική εντεψίζη εντεψίζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εντεψίζης < τουρκική edepsiz < edep + -siz < αραβική ادب (adab)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εντεψίζης αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014