εντολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντολή οι εντολές
      γενική της εντολής των εντολών
    αιτιατική την εντολή τις εντολές
     κλητική εντολή εντολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντολή < αρχαία ελληνική ἐντολή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ndoˈli/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντολή θηλυκό

  1. η διαταγή ή η παραγγελία που δίνεται επιτακτικά από κάποιον ανώτερο σε κάποιον κατώτερο για την εκτέλεση μιας πράξης
     συνώνυμα: διαταγή, οδηγία, παραγγελία, παράγγελμα
  2. (πολιτική) η εξουσιοδότηση για την εφαρμογή μιας πολιτικής, που παρέχεται από το σώμα των εκλεκτόρων ή από αυτόν που κατά το Σύνταγμα κατέχει την ανώτατη πολιτική εξουσία στα κόμματα και στους εκπροσώπους τους
    ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο κόμμα που νίκησε στις εκλογές
  3. (νομικός όρος) η σύμβαση με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεκπεραιώσει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας
  4. (οικονομία) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από την τράπεζα κατόπιν εξουσιοδότησής της από κάποιον οφειλέτη
     συνώνυμα: έμβασμα
  5. (πληροφορική) command: εντολή που δίδεται σε λειτουργικό σύστημα ή σε ένα πρόγραμμα ή γενικότερα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει κάποια λειτουργία
  6. (πληροφορική) instruction: εντολή ή ομάδα εντολών στη γλώσσα μηχανής που εκτελούν κάποια απλή λειτουργία στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας
  7. (προγραμματισμός) statement: εντολή στον κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
Η εντολή (statement) UPDATE της γλώσσας προγραμματισμού SQL

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]