εντολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντολή | οι | εντολές |
γενική | της | εντολής | των | εντολών |
αιτιατική | την | εντολή | τις | εντολές |
κλητική | εντολή | εντολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντολή < αρχαία ελληνική ἐντολή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντολή θηλυκό
- η διαταγή ή η παραγγελία που δίνεται επιτακτικά από κάποιον ανώτερο σε κάποιον κατώτερο για την εκτέλεση μιας πράξης
- (πολιτική) η εξουσιοδότηση για την εφαρμογή μιας πολιτικής, που παρέχεται από το σώμα των εκλεκτόρων ή από αυτόν που κατά το Σύνταγμα κατέχει την ανώτατη πολιτική εξουσία στα κόμματα και στους εκπροσώπους τους
- ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο κόμμα που νίκησε στις εκλογές
- (νομικός όρος) η σύμβαση με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεκπεραιώσει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας
- (οικονομία) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από την τράπεζα κατόπιν εξουσιοδότησής της από κάποιον οφειλέτη
- (πληροφορική) command: εντολή που δίδεται σε λειτουργικό σύστημα ή σε ένα πρόγραμμα ή γενικότερα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει κάποια λειτουργία
- (πληροφορική) instruction: εντολή ή ομάδα εντολών στη γλώσσα μηχανής που εκτελούν κάποια απλή λειτουργία στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας
- (προγραμματισμός) statement: εντολή στον κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού

UPDATE
της γλώσσας προγραμματισμού SQLΕκφράσεις[επεξεργασία]
- βάσει εντολών : σύμφωνα με τις διαταγές
- κατ' εντολήν : σύμφωνα με τη διαταγή
- κατόπιν εντολής : μετά από εντολή
- οι δέκα εντολές: → δείτε τη λέξη δεκάλογος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντολή
πληροφορική - εντολή σε γλώσσα μηχανής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)