εντομοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντομοφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική entomophagie < entomophage < αρχαία ελληνική ἔντομον (< τέμνω) + -φαγία, μορφολογικά αναλύεται σε εντόμ(ων) + -ο- + -φαγία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντομοφαγία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εντομοφάγος
- → δείτε τις λέξεις έντομο και τρώω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντομοφαγία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)