εντοπίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εντοπίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εντοπίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εντοπίζομαι | εντοπιζόμουν(α) | θα εντοπίζομαι | να εντοπίζομαι | ||
β' ενικ. | εντοπίζεσαι | εντοπιζόσουν(α) | θα εντοπίζεσαι | να εντοπίζεσαι | (εντοπίζου) | |
γ' ενικ. | εντοπίζεται | εντοπιζόταν(ε) | θα εντοπίζεται | να εντοπίζεται | ||
α' πληθ. | εντοπιζόμαστε | εντοπιζόμαστε εντοπιζόμασταν |
θα εντοπιζόμαστε | να εντοπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εντοπίζεστε | εντοπιζόσαστε εντοπιζόσασταν |
θα εντοπίζεστε | να εντοπίζεστε | (εντοπίζεστε) | |
γ' πληθ. | εντοπίζονται | εντοπίζονταν εντοπιζόντουσαν |
θα εντοπίζονται | να εντοπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εντοπίστηκα | θα εντοπιστώ | να εντοπιστώ | εντοπιστεί | ||
β' ενικ. | εντοπίστηκες | θα εντοπιστείς | να εντοπιστείς | εντοπίσου | ||
γ' ενικ. | εντοπίστηκε | θα εντοπιστεί | να εντοπιστεί | |||
α' πληθ. | εντοπιστήκαμε | θα εντοπιστούμε | να εντοπιστούμε | |||
β' πληθ. | εντοπιστήκατε | θα εντοπιστείτε | να εντοπιστείτε | εντοπιστείτε | ||
γ' πληθ. | εντοπίστηκαν εντοπιστήκαν(ε) |
θα εντοπιστούν(ε) | να εντοπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εντοπιστεί | είχα εντοπιστεί | θα έχω εντοπιστεί | να έχω εντοπιστεί | εντοπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εντοπιστεί | είχες εντοπιστεί | θα έχεις εντοπιστεί | να έχεις εντοπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εντοπιστεί | είχε εντοπιστεί | θα έχει εντοπιστεί | να έχει εντοπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εντοπιστεί | είχαμε εντοπιστεί | θα έχουμε εντοπιστεί | να έχουμε εντοπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εντοπιστεί | είχατε εντοπιστεί | θα έχετε εντοπιστεί | να έχετε εντοπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εντοπιστεί | είχαν εντοπιστεί | θα έχουν εντοπιστεί | να έχουν εντοπιστεί |